- ἀλητικός
- ἀλητικός, herumschweifend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αλητικός — αλητικός, ή, ό και αλήτικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αλήτη ή την αλητεία: Ζούσε ζωή αλήτικη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλητικός — appropriate to a wanderer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλήτικος — η, ο (Α ἀλητικός, ή, ὸν) [ἀλήτης] ο σχετικός με τον αλήτη, αυτός που ταιριάζει σε αλήτη … Dictionary of Greek
ἀλητικόν — ἀλητικός appropriate to a wanderer masc acc sg ἀλητικός appropriate to a wanderer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλήτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Οικιστής της Κορίνθου, αρχηγός των Δωριέων που κατέλαβαν την πόλη από τους Σισυφίδες, και κατά μία παράδοση απόγονος των Φοινίκων μυθικών ηρώων που ονομάζονταν Τιτάνες ή Αλήται. Ήταν γιος του Ιππότη, τρισέγγονου του … Dictionary of Greek
αγυρτικός — ή, ό (Α ἀγυρτικός, ή, όν) [ἀγύρτης] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε αγύρτη, απατηλός, αλήτικος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγυρτικόν απάτη, απατεωνιά … Dictionary of Greek
μπαγαπόντικος — και μπαγαμπόντικος και βαγαπόντικος, η, ο [μπαγαπόντης] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε μπαγαπόντη, αλήτικος. επίρρ... μπαγαπόντικα και μπαγαμπόντικα και βαγαπόντικα με μπαγαπόντικο τρόπο … Dictionary of Greek
μόρτικος — η, ο [μόρτης] αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε μόρτη, αλήτικος, μάγκικος, αλανιάρικος («μόρτικα φερσίματα») … Dictionary of Greek